польстить - ορισμός. Τι είναι το польстить
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι польстить - ορισμός


ПОЛЬСТИТЬ      
польстить      
кому, льстить несколько, раз, однажды. Живописец польстил ему или ей, написал поличие ее краше, лучше. Он польстился на крестик, и согласился. Не польщусь на золотые горы, а польщусь на доброе слово.
польстить      
сов. неперех.
1) Похвалить кого-л. в глаза с корыстной целью.
2) Доставить удовольствие, удовлетворение кому-л., какому-л. чувству, склонности.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για польстить
1. Или в желании польстить главным участникам учений?
2. Причем не из желания польстить - скорее поиронизировать.
3. И поэтому просто... женщины притворяются, чтобы польстить своим мужчинам.
4. Не затем, чтобы польстить, дескать, актер ловит каждое слово режиссера.
5. Думаю, человеку может даже польстить, если его работы копируют.
Τι είναι ПОЛЬСТИТЬ - ορισμός